- δείλακρος
- δείλ-ακρος, α, ον, höchst feig, höchst elend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δείλακρος — δείλακρος, α, ον (Α) αξιολύπητος, ταλαίπωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δημώδη λ. με περιορισμένης εκτάσεως χρήση. Θεωρείται παράλληλος εκφραστικός τ. τού δειλός, παρεκτεταμένος σε ακ και με σχηματιστικό επίθημα ρο (πρβλ. φαλακρός). Κατ άλλους,… … Dictionary of Greek
δείλακρος — pitiable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλάκρα — δειλάκρᾱ , δείλακρος pitiable fem nom/voc/acc dual δειλάκρᾱ , δείλακρος pitiable fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλακρίων — δειλακρίων, ο (Α) [δείλακρος] 1. αξιολύπητος, ταλαίπωρος 2. (με συμπάθεια) κακομοίρης … Dictionary of Greek
δειλάκραν — δειλάκρᾱν , δείλακρος pitiable fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)